Οι «παληορουχατζήδες»
Οι «παληορουχατζήδες» στη βυζαντινή εποχή φαίνεται να ήταν οι
πρωτοπόροι της επανάχρησης...
Δείτε ένα δημοσίευμα στην
"Εφημερίδα των Βαλκανίων" το 1931:
Παρόλα αυτά, ο Κοσμάς Πολίτης, που
περιγράφει στο μυθιστόρημά του «Στου Χατζηφράγκου» τη Σμύρνη του
1902 και τη ζωή στην ομώνυμη λαϊκή συνοικία, αποδίδει το επάγγελμα του παλιορουχατζή
στους εβραίους και μάλιστα σε αυτούς που είχαν πάει στη Σμύρνη από την Ελλάδα.
Διαβάστε τα πολύ ενδιαφέροντα
αποσπάσματα:
«Κοντεύανε δυο χρόνια που ο σιορ
Ζαχαρίας ήρθε κι εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του σ’ ένα σοκάκι που
κατέβαινε από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι, κι έβγαινε, σαν έστριβες τρία σοκάκια
δεξιά, λίγο πιο πάνω από τη Μπελλαβίστα. Έγινε σούσουρο, ένας Οβραίος σε
ρωμιομαχαλά! Οι μαχαλιώτες αργήσανε να το καταλάβουν, γιατί οι νεοφερμένοι
μιλούσανε ρωμαίικα μεταξύ τους, με προφορά κάπως συρτή, σαν τους Εφτανησιώτες,
κ’ η κόρη τους πήγαινε στο ελληνικό παρθεναγωγείο, στου Κατιρτζόγλου το σοκάκι.
Περάσανε τρεις βδομάδες ώσπου ο παπα-Νικόλας, πρώτος ανακάλυψε πως ήτανε Οβραίοι.
(…)
Δεν ήτανε, του λέει, ούτε
Ισπανο-εβραίοι Σεφαρδείμ, ούτε Πολωνο-εβραίοι Ασκενάζι. Η οικογένειά του
βαστάει από την Κόρινθο. Οι πρόγονοί του, όσο ξέρει, είχαν μεταναστέψει στην
Ελλάδα πριν δυο χιλιάδες χρόνια, πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και τη
διασπορά. Μα τώρα και καμιά ογδονταριά χρόνια, ο προπάππος του έφυγε από την
Κόρινθο κι εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα (χμ! στην Επανάσταση, σκέφτηκε ο
παπα-Νικόλας, στα σίγουρα, μακριά απ’ τη φωτιά).
-Ούλη μας τη ζωή, με χριστιανούς και
μ’ Έλληνες την περάσαμε. Θαμάστανε σαν ξένοι στην Οβραιακή. Δεν ξέρομε και τη
γλώσσα τους.
Μα στους Κορφούς, μπορεί ν’ αγαπάνε οι
άνθρωποι τη μουσική, είναι όμως φτωχό μέρος, κι έτσι, πήρε τώνε ματιών του κ’
ήρθε σ’ αυτόν εδώ τον πλούσιο τόπο. (…)
Ο μαχαλάς, κάπως επιφυλαχτικός στην
αρχή, τους δέχτηκε σιγά σιγά, και μάλιστα, για να μη φανεί πως τους ξεχώριζε,
τους φερνότανε με υπερβολική τσιριμόνια. Εξωτερικά, δε διαφέρανε σε τίποτις.
Φωνάζανε το αντρόγυνο σιορ και σιόρα, γιατί όταν εκείνος μιλούσε για τη γυναίκα
του, έλεγε η σιόρα Φιόρα, κι εκείνη, για τον άντρα της, ο σιορ Ζαχαρίας. Τους
άλλους Οβραίους — τους παλιορουχατζήδες, ας πούμε, που περνούσανε ταχτικά από
το μαχαλά, με το σακί στον ώμο, τους φωνάζανε σινιόρ. Η σιόρα Φιόρα δε φορούσε
στο κεφάλι το χαμηλό μαύρο ταφταδένιο καλπάκι, με τη σακούλα πίσω για να
μπαίνουν τα μαλλιά, σαν τις βιζινίκες ασπριτζήδενες, που τριγυρνούσανε στα
σοκάκια με τις μακριές τους βούρτσες. Όπως οι Οβραίοι του λαού είχανε σαν
προνόμιο το επάγγελμα του παλιορουχατζή, έτσι και οι Οβραίισσες το άσπρισμα.